архимандрит - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

архимандрит - translation to πορτογαλικά

МОНАШЕСКИЙ ЧИН В ПРАВОСЛАВНОЙ ЦЕРКВИ
Архимандрия; Схиархимандрит; Священноархимандрит
  • Архимандрит [[Никодим (Гонтаренко)]]. 1930-е годы. Отличительной чертой архимандрита является [[крест с украшениями]].

arquimandrita         
Protoarquimandrita
архимандрит
arquimandrita m      
архимандрит
архимандрит      
arquimandrita (m)

Ορισμός

АРХИМАНДРИТ
а, м., одуш.
В православной церкви: высшее звание священника-монаха обычно настоятеля мужского монастыря.||Ср. АББАТ, ИГУМЕН, ПРИОР.

Βικιπαίδεια

Архимандрит

Архимандри́т (поздн.-др.-греч. ἀρχιμανδρίτης, от ἀρχι- «главный, старший» + μάνδρα «в значении монастырь; также загон, овчарня, ограда») — в Русской православной церкви высший сан монашествующих священников.

Архимандрит, принявший великую схиму, называется схиархимандритом.